αμνός του Θεού

αμνός του Θεού
Η λέξη αμνός χρησιμοποιείται συμβολικά στη χριστιανική τέχνη και στη λειτουργική. Στην Παλαιά Διαθήκη, η λέξη χρησιμοποιείται και στην κυριολεξία της. Στη συμβολική της έννοια είναι προσωνυμία του Μεσσία, για την πραότητα και την ανεξικακία του. Στην Καινή Διαθήκη βρίσκουμε τη λέξη με τη συμβολική της έννοια τέσσερις φορές: δύο στον Ιωάννη (α’ 29, 36), μία στις Πράξεις (η’ 32) και μία στην Α’ Πέτρου (α’ 19), με τη σημασία της εξιλαστήριας θυσίας του Χριστού. Ακόμα και στις πρώτες εκδηλώσεις της χριστιανικής τέχνης απαντώνται απεικονίσεις του Ιησού με αμνούς, κυρίως σε κατακόμβες της Ρώμης. Αργότερα, η ίδια παράσταση εμφανίζεται και στα ψηφιδωτά, όπως στον ναό του Αγίου Βιταλίου της Ραβένας. Παράσταση του αμνού Χριστού υπάρχει και στη σαρκοφάγο της Γάλλης Πλακιδίας, στην οποία ο αμνός με φωτοστέφανο στέκεται στην κορυφή ενός βουνού, από τις πλαγιές του οποίου ρέουν τα νερά τους τέσσερα ποτάμια. Ο αμνός με φωτοστέφανο μαζί με άλλα πρόβατα συμβολίζει εξάλλου τον Ιησού με τους Αποστόλους. Πρέπει να σημειωθεί ότι η αρχαία χριστιανική τέχνη εικονίζει τη σταύρωση του Ιησού μεέναν αμνό σταυρωμένο. Όμως, η Οικουμενική Σύνοδος του 692 όρισε να μην εικονίζεται ο Ιησούς ως αμνός, αλλά με ανθρώπινη μορφή. Στη χριστιανική λειτουργική χρησιμοποιείται το σύμβολο του αμνού κυρίως στις δοξολογίες («Κύριε ο Θεός ο αμνός του Θεού», κλπ.). Χρησιμοποιείται επίσης στην ακολουθία των Παθών και του Eπιταφίου. Στη Δυτική Εκκλησία, α.τ.Θ. ονομάζεται και μια προσευχή που επαναλαμβάνεται τρεις φορές από τον ιερέα πριν από τη Θεία Κοινωνία. Α.τ.Θ. αποκαλούνται και τα φυλακτά με την εικόνα του αμνού, που μοίραζε κάθε χρόνο την πρώτη Κυριακή μετά το Πάσχα o πάπας. Φυλακτά του είδους μοιράζουν και τώρα οι πάπες, αλλά μόνο σε προκαθορισμένα πρόσωπα κάθε έβδομο έτος την Τρίτη του Πάσχα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμνός — ο (Α ἀμνὸς) (θηλ. Α ἀμνὰς και ἀμνὴ και ἀμνίς, Ν αμνάδα) 1. το νεογνό τού προβάτου, αρνί, αρνάκι 2. φρ. «ο αμνός τού Θεού» ο Χριστός μσν. το ύφασμα τού επιταφίου, όπου εικονίζεται το σώμα τού Χριστού αρχ. 1. ανόητος, κουτός 2. άκακος, πράος,… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος …   Deutsch Wikipedia

  • Великое славословие — (греч. Ἡ Μεγάλη Δοξολογία)  в православном богослужении молитвословие, основанное на ангельской песне «слава в вышних Богу, и на земле мир, в человеках благоволение!», пропетой при благовестии пастухам о Рождении Иисуса Христа. В… …   Википедия

  • Gloria in excelsis — Deo …   Wikipedia Español

  • Gloria — Das Wort Gloria ist (als gloria, „Ruhm“) ein häufiges Wort in der lateinischen Bibel und in den westkirchlichen – also römisch oder altkatholischen, evangelischen oder anglikanischen – Liturgien, kommt aber auch in den Liturgien ostkirchlicher… …   Deutsch Wikipedia

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • агньць — АГНЬЦ|Ь (142), А с. 1.Ягненок: ѡвъ бо прободениѥ въ ребра приѩтъ. ѡвъ же ѩко агньць заколенъ бысть Стих 1156 1163, 73; по ветхоумоу законоу жертвоу собѣ створилъ ѥсть. ѡнѣхъ агньць закалаѥмыхъ въ поустыни на паскоу б҃ви. КН 1280, 604б; ѥго же… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Agnus Dei — Darstellung auf einem romanischen Türsturz von St. Remigius (Ingelheim) Agnus Dei (lat. Lamm Gottes, oder altgriechisch Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ (Amnòs tou Theou)) ist ein seit ältester Zeit im Christentum verbreitetes Symbol für Jesus Christus. Als… …   Deutsch Wikipedia

  • διαμελίζω — (AM διαμελίζω) 1. διαχωρίζω τα μέλη, κόβω σε κομμάτια, κατατεμαχίζω 2. κομματιάζω και διαμοιράζω τα κομμάτια με άλλους («μελίζεται καὶ διαμελίζεται ὁ ἀμνὸς τοῡ Θεοῡ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + μελίζω «κόβω κάτι σε κομμάτια»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”